- υμενικός
- -ή, -όπου έχει σχέση με τον παρθενικό υμένα: Υμενικό τραύμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υμενικός — ή, ό, Ν [υμένας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα 2. φρ. «υμενικοί λοβοί» ιατρ. τα ουλοποιημένα μέρη τού παρθενικού υμένα μετά τη ρήξη του … Dictionary of Greek